νεόρρυτος

νεόρρυτος
νεό-ρρῠτος [(A)], ον, ([etym.] ῥέω)
A fresh-flowing,

πηγαὶ γάλακτος S.El.894

;

δάκρυα Νυμφᾶν Tim.Fr.7

;

κάλλεα κηροῦ AP9.363.15

(Mel.);

αἷμα Nonn.D.43.134

.
------------------------------------
νεό-ρρῡτος [(B)], ον, (ἐρύω A)
A newly drawn,

ξίφος A.Ag.1351

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεόρρυτος — (I) νεόρρυτος, ον (Α) αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. αιμό ρρυτος, μελί ρρυτος]. (II) νεόρρυτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) (για ξίφος) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • νεόρρυτον — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc sg νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc sg νεόρρῡτον , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc sg νεόρρῡτον , νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορρύτοις — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl νεορρύ̱τοις , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορρύτοισι — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) νεορρύ̱τοισι , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορρύτοισιν — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) νεορρύ̱τοισιν , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορρύτους — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc pl νεορρύ̱τους , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορρύτῳ — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat sg νεορρύ̱τῳ , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόρρυτα — νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc pl νεόρρῡτα , νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”